δακτυλολογία

δακτυλολογία
η
τρόπος συνεννόησης κυρίως τών κωφαλάλων με κινήσεις των δαχτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. dactylology). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλολογικός — ή, ό όποιος αναφέρεται στη δακτυλολογία …   Dictionary of Greek

  • κωφάλαλοι — Άτομα με ειδικές ανάγκες, πάσχοντα από εκ γενετής ή επίκτητη απουσία της ικανότητας της ακοής και της ομιλίας (βλ. λ. κωφαλαλία). Ιστορία. Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι κ. ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας. Κατά τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”